- γέγλανται
- γέγλανται· κεκοίλανται, Hsch.; cf. γλάφω. [full] γεγλύπωνται· ἀντεγκλείονται, Id. [full] γεγριφώς· ὁ ταῖς χερσὶν ἀλοῶν, Id.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.